Η αισθητηριακή ολοκλήρωση είναι μια εγγενής νευροβιολογική διαδικασία που αφορά την ολοκλήρωση και αποκωδικοποίηση του αισθητηριακού ερεθίσματος στον εγκέφαλο. Σε αντίθεση η δυσλειτουργία της αισθητηριακής ολοκλήρωσης είναι μια διαταραχή κατά την οποία τα αισθητηριακά δεδομένα δεν οργανώνονται κατάλληλα στον εγκέφαλο και αυτό μπορεί να προκαλέσει διάφορα προβλήματα στην ανάπτυξη, στην επεξεργασία της πληροφορίας και στη συμπεριφορά του ατόμου.
Η αισθητηριακή ολοκλήρωση εστιάζεται κυρίως σε τρεις βασικές αισθήσεις, την απτική, την αιθουσαία και την ιδιοδεκτική.Αν και οι τρεις αυτές αισθήσεις είναι λιγότερο γνωστές από την όραση και την ακοή είναι πολύ σημαντικές στη ζωή μας. Βασικά μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε, να αποτυπώνουμε και να αντιδράμε σε διαφορετικά ερεθίσματα στο περιβάλλον μας.
Απτική
Το απτικό σύστημα περιλαμβάνει νεύρα κάτω από την επιφάνεια του δέρματος που στέλνουν πληροφορίες στον εγκέφαλο. Αυτές οι πληροφορίες αφορούν την αφή, τον πόνο, τη θερμότητα και την πίεση. Ο ρόλος τους είναι πολύ σημαντικός για την αντίληψη του περιβάλλοντος καθώς και για τις αυτόματες αντιδράσεις επιβίωσης. Όταν ένα παιδί έχει δυσλειτουργία του απτικού συστήματος μπορεί να αποφεύγει τη σωματική επαφή, να αρνείται να φάει τροφές με συγκεκριμένη «υφή» καθώς και να φορέσει ρούχα από συγκεκριμένα υφάσματα, να παραπονιέται όταν του πλένουν τα μαλλιά ή το πρόσωπο, να αποφεύγει να λερώσει τα χέρια του (πχ. με κόλλα, άμμο, λάσπη, δακτυλομπογιά) και να χρησιμοποιεί μόνο τις άκρες των δακτύλων για να χειριστεί αντικείμενα αντί για ολόκληρο το χέρι. Ένα δυσλειτουργικό απτικό σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη αντίληψη της επαφής ή του πόνου (υπερευαισθησία ή υπαισθησία)
και να οδηγήσει ένα παιδί στην αυτοπροκαλούμενη απομόνωση, τη γενική υπερδιέγερση, τη διάσπαση της προσοχής και την υπερκινητικότητα.
Αιθουσαία
Το αιθουσαίο σύστημα αναφέρεται σε δομές στο έσω αυτί (λαβύρινθος) που ανιχνεύουν την κίνηση και αλλαγές στη θέση της κεφαλής. Για παράδειγμα, το αιθουσαίο σύστημα «λέει» αν το κεφάλι μας είναι όρθιο ή σε πλάγια θέση (ακόμη και με τα μάτια μας κλειστά). Δυσλειτουργία σε αυτό το σύστημα φαίνεται με δύο τρόπους. Κάποια παιδιά μπορεί να είναι υπερευαίσθητα στα αιθουσαία ερεθίσματα και παρουσιάζουν φοβίες σε κινητικές δραστηριότητες (πχ. κούνιες, τσουλήθρες, ράμπες, κατηφόρες ή ανηφόρες). Μπορεί επίσης να έχουν δυσκολία να σκαρφαλώσουν ή να κατέβουν σκάλες, ή να αποφεύγουν να περπατήσουν και να συρθούν σε ασταθείς ή κεκλιμένες επιφάνειες. Παρουσιάζουν δηλαδή
φόβο στο χώρο. Γενικότερα αυτά τα παιδιά φαίνονται να είναι αδέξια. Στο άλλο άκρο, το παιδί μπορεί από μόνο του να αναζητά πολύ έντονες αισθητηριακές εμπειρίες όπως να στροβιλίζεται, να πηδάει ή να γυρίζει γύρω-γύρω. Το παιδί αυτό παρουσιάζει συμπτώματα υπαισθησίας του αιθουσαίου συστήματος, γι΄ αυτό προσπαθεί διαρκώς να δίνει ερεθίσματα στο αιθουσαίο σύστημα.
Ιδιοδεκτική
Το ιδιοδεκτικό σύστημα αφορά τους μύες, τις αρθρώσεις και τους τένοντες που παρέχουν στο άτομο την ασυνείδητη αντίληψη της θέσης του σώματος στο χώρο. Για παράδειγμα, το ιδιοδεκτικό σύστημα είναι υπεύθυνο να δώσει στο σώμα τα απαραίτητα σήματα για να καθίσουμε σωστά σε μια καρέκλα ή για να κατέβουμε από το πεζοδρόμιο. Επίσης μας επιτρέπει να χειριστούμε αντικείμενα χρησιμοποιώντας επιδέξιες κινήσεις των χεριών, όπως να γράψουμε με μολύβι, να πιάσουμε το κουτάλι για να φάμε σούπα ή να κουμπώσουμε το πουκάμισο. Τα άτομα με δυσλειτουργία του ιδιοδεκτικού συστήματος συνήθως έχουν αδεξιότητα, μια τάση να πέφτουν, έλλειψη της αντίληψης της θέσης του σώματος στο χώρο ή περίεργη στάση του σώματος. Επίσης, έρπουν ελάχιστα όταν είναι μικρά, έχουν δυσκολία να χειριστούν μικρά αντικείμενα (κουμπιά, μικρά παιχνίδια), τρώνε απρόσεχτα και αποφεύγουν νέες κινητικές δραστηριότητες.
Γενικά, δυσλειτουργία στα συστήματα που αναλύσαμε παρουσιάζεται με διάφορες μορφές. Το παιδί μπορεί να αντιδρά υπερβολικά ή ελάχιστα στις αισθητηριακές πληροφορίες. Το επίπεδο δραστηριότητάς του πιθανόν να είναι ασυνήθιστα υψηλό ή χαμηλό, το παιδί δηλαδή μπορεί να είναι σε διαρκή κίνηση ή να κουράζεται πολύ εύκολα. Επίσης σε κάποια παιδιά μπορεί να υπάρχει εναλλαγή ανάμεσα σε αυτές τις δυο ακραίες καταστάσεις. Πολύ συχνά παρουσιάζονται προβλήματα στον συντονισμό της κίνησης, τόσο στις αδρές όσο και στις λεπτές κινήσεις. Μια τέτοια δυσλειτουργία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα γλωσσικές ελλείψεις και μειωμένη μαθησιακή επίδοση. Στη συμπεριφορά, το παιδί γίνεται παρορμητικό, διασπάται εύκολα η προσοχή του και παρουσιάζει γενική έλλειψη σχεδιασμού. Κάποια παιδιά επίσης μπορεί να έχουν δυσκολία να προσαρμοστούν σε νέες καταστάσεις και να αντιδρούν με θυμό, επιθετικότητα ή απόσυρση.